ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

TRANSLATE

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΙΝΟΥ: -ΟΙ ΠΟΛΥΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΚΛΕΦΤΕΣ !!




ΜΠΗΚΑΝΕ ΚΛΕΦΤΕΣ, (1)
Νομοταγής και φρόνιμος, είμαι μέχρι αηδίας,
αφού δασκάλοι μου΄δωσαν, μαθήματα παιδείας.

Ο νόμος λέει ξεκάθαρα, στο σπίτι κι όπως να΄σαι,
αν έμπει κλέφτης, έστονε, να κάνεις πως κοιμάσε.

Αν είσαι μεσ΄το μπάνιο σου, αν είσαι τουαλέτα,
αν είσαι σε καθήκοντα, αγκαλιά με τη Βιολέτα.

Βιολέτα η γυναίκα μου, που τη μιλιά τση πήρα,
την έχω και στη πράξη μας, βουβή και κακομοίρα.

Τση έχω κάνει μάθημα, μήπως και κάτι τύχει,
ακόμα και στ΄αγκάλιασμα, να μη δουλεύει νύχι.

Επήρα μαγνητόφωνο, και να σας πω.. αξίζει,
ολονυχτίς και αδιάκοπα, για μένα ροχαλίζει.

Άσε που η εξυπνούλα μου, με άφησε μαλάκα,
κοντά στην είσοδο έβαλε, 50 ευρώ σε φάκα.

Είναι μια λύσει απάντησε, να πιάσουμε τον κλέφτη,
γιατί σε κάθε θόρυβο, δεν θέλω να σου πέφτει.

Το΄βαλε και στο φέις μπουκ, που μπαίνει ούλη την ώρα,
προσωπικά κομπιάσματα, μου τα΄βγαλε στη φόρα.

Δεν είναι τση΄πα μάτια μου, οι άνθρωποι ποντίκια,
και πρόσεξε.. σαν θύμα τσους, μη και τσου πεις καθίκια.

Το Κράτος λέει.. το΄παμε, αν έμπουνε κοιμάστε,
και πινακίδα σε εμφανές, ελεύθερα περάστε.

Αλλιώς.. κατηγορούμενος, κ΄άλλο δεν ανασαίνεις,
ή φυλακή και ζωντανός, ή μεσ΄το λάκο μπαίνεις.

Αυτός είναι ο πρόλογος, όπως τον θέρτε ποιήμα,
στο δεύτερο που μπήκανε.. πως πέρασε το θύμα.

Το πρώτο, με κατούρισε από φόβο η Βιολέτα,
δεύτερο, μεσ΄το κόψιμο, που είχα από ομελέτα.

Τρίτο, μεγάλο ξάφνιασμα, που΄πε την ώρα ο κούκος,
τέταρτο, εκεί που γλίστρησε, στα λάδια ο μπουλούκος.!!!


ΜΠΗΚΑΝΕ ΚΛΕΦΤΕΣ. ( 2 )
Μας κάμανε επίσκεψη, οι κλέφτες ένα βράδυ,
ήταν η μέρα που στο χολ, σκορπίστηκε το λάδι.

Η μέρα που με πείραξε, με χάλασε η ομελέτα,
τη μέρα που΄χα πρόγραμμα, να πέσω στη Βιολέτα.

Όσα κι αν πω τι πέρασα, στο μπάθρουμ, είναι λίγα,
πιλάλα και ξεβράκωτος, δέκα φορές επήγα.

Ησύχασε το βράδυ μας, κι΄εγώ δεν είχα σάλιο,
μόνο του μαγνητόφωνου, είχαμε το ροχάλιο.

Μα πριν στον ύπνο αφεθώ, με χάιδεψε η φωνή τση,
κλέφτες μου λέει μπήκανε, ακούω γρίτσι γρίτσι.

Κι εγώ που αγκουρμάστηκα, άκουσα μια συρσία,
την ένιωσα στο στρώμα μας, και μία υγρασία.

Φτάνει τση λέω κάτουρα, και κάνε πως κοιμάσε,
τσου΄χουμε καλωσόρισμα, μη τρέμεις μη φωβάσε.

Και ξαφνικά εκτύπησε του τοίχου το ρωλόι,
κ΄ο ένας προσγειώθηκε, στη γλάστρα την αλόη.

Πέρασε αν κατάλαβα, κι απ΄τον μεγάλο κάκτο,
είχε ένα ωωω και σκούξιμο, ο βρόντος με το σάλτο.

Ροβολητό ακούστηκε, και από την κουζίνα,
τον ένα όπως φαίνεται, τον είχε πιάσει πείνα.

Τον ξάφνιασε το απρόσμενο, που΄ψαχνε παξιμάδια,
και τα πλακάκια μέτρησε, που ήταν από λάδια.

Ήθελα αν δεν κοιμόμουνα, να ζήταγα συγνώμη,
μα όμως δεν κουνήθηκα, οι νόμοι είναι νόμοι.

Πετάγεται στην ώρα του, ο κούκος με ένα ντούκου,
κ΄άρχισε λες και το΄ξερε, το κου κου, κου κου, κου κου.

Η νύχτα εφτούνη πέρασε, και εγώ στη στεναχώρια,
ο κούκος μου τσου τρόμαξε, και εγω μιλιά δεν μπόρια.

Δεν πήρανε και τίποτα, και θα΄χουνε κακίες,
καλά που θα΄ναι σκεύτομαι, και πολυτραυματίες.!!!




Απ' το Τζάντε !!
Του Καστρινού